ἱππόδαμος

From LSJ
Revision as of 21:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόδᾰμος Medium diacritics: ἱππόδαμος Low diacritics: ιππόδαμος Capitals: ΙΠΠΟΔΑΜΟΣ
Transliteration A: hippódamos Transliteration B: hippodamos Transliteration C: ippodamos Beta Code: i(ppo/damos

English (LSJ)

ον, (δαμάω) tamer of horses, Hom., epithet of heroes, Il.2.23, Od.3.17; Τρῶες Il.4.352, etc.; Γερηνοί Hes.Fr.15; ἥρωες Pi.N.4.29:—fem. Ἱπποδάμεια, as pr. n., Hippodamia, Il.2.742, etc.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse bändigend, subst. der Rossebändiger, Reiter, Κάστωρ Il. 3, 237, Ἀτρεύς 2, 23, Νέστωρ Od. 3, 17; Κύκνος Hes. Sc. 346; ἥρωες Pind. N. 4, 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dompteur de chevaux.
Étymologie: ἵππος, δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόδᾰμος: укрощающий коней (Κάστωρ Hom.; Κύκνος Hes.; ἥρωες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόδᾰμος: -ον, (δαμάω) ὁ δαμάζων τοὺς ἵππους, Ὅμ., ἐπίθ. τῶν ἡρώων (πρβλ. ἱππότης), Ἰλ. Β. 23, Ὀδ. Γ. 17· ἐπὶ τῶν Τρώων καθόλου, Ἰλ. Δ. 352, κτλ.· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 31 Göttl., ἐπὶ τῶν Γερηνίων· - θηλ. Ἱπποδάμεια, γυνὴ τοῦ Πειρίθου, κτλ., Ἰλ. Β. 742, κτλ. - Ἐσφαλμένως παρ’ Ἡσυχ. ἱπποδάμοι.

English (Autenrieth)

(δαμάζω): horse-taming, epithet of the Trojans, and of individual heroes. (Il. and Od. 3.17, 181.)

English (Slater)

ἱππόδᾰμος horsetaming ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν (N. 4.29) ἱπποδάμων Δαναῶν fr. 183.

Greek Monolingual

ἱππόδαμος, -ον (Α)
1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος
περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας της πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα πολλά χρόνια, επίσης στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. γυιόδαμος, θειόδαμος].

Greek Monotonic

ἱππόδᾰμος: -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἱππό-δᾰμος, ον δαμάω
tamer of horses, Hom.