ὁμήρευμα

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήρευμα Medium diacritics: ὁμήρευμα Low diacritics: ομήρευμα Capitals: ΟΜΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: homḗreuma Transliteration B: homēreuma Transliteration C: omirevma Beta Code: o(mh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, hostage, pledge, Plu.Rom.16(pl.).

German (Pape)

[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gage, caution.
Étymologie: ὁμηρεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήρευμα: τό, ἐνέχυρον, ἐγγύησις, Πλουτ. Ρωμ. 16.

Greek Monolingual

ὁμήρευμα, τὸ (Α) [[[ομηρεύω]] (Ι)]
ενέχυρο, εγγύηση.

Greek Monotonic

ὁμήρευμα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὁμήρευμα, ατος, τό,
a hostage, pledge, Plut. [from ὁμηρεύω