στέφος

From LSJ
Revision as of 09:49, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέφος Medium diacritics: στέφος Low diacritics: στέφος Capitals: ΣΤΕΦΟΣ
Transliteration A: stéphos Transliteration B: stephos Transliteration C: stefos Beta Code: ste/fos

English (LSJ)

εος, τό, (στέφω) poet. for στέφανος, A crown, wreath, garland, Emp.112.6, Simon.158, E.IA1512 (lyr.), etc.: pl. στέφη,= στέμματα, A.Ag.1265, Th.101 (lyr.), S.OT913: also in late Prose, Gal.18(1).786, Vett.Val.248.28; τὸ σ. τῶν φιλοσόφων, sc. Zosimus, Olymp. Alch. p.83 B. 2 of libations, A.Ch.95; cf. στέφω 11.3.

German (Pape)

[Seite 940] τό, poet. statt στέφανος, Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben στέμμα; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ κάρα στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 couronne;
2 guirlande, bandelette sacrée;
3 ce qu’on répand autour d'une tombe, particul. libation.
Étymologie: στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέφος -εος, contr. -ους, τό [στέφω] krans; overdr. eerbewijs (van offerandes of plengoffers voor een dode). Aeschl. Ch. 95. = στέμμα, als herkenningsteken; van priesters lint (wit, van wol); gedragen door smekelingen met linten versierde tak.

Russian (Dvoretsky)

στέφος: εος τό
1) венок, венец Eur.;
2) гирлянда Aesch., Soph.

Spanish

cinta

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ' όνομά του [του ήρωος]», Κάλβ.)
μσν.
εκκλ. το στεφάνι του μαρτυρίου
αρχ.
1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.)
2. σπονδή
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στέφεα
«στεφῶνες
ἐν Ὀποῦν τι τόπος στεφάνων καλεῖται»
4. φρ. «τὸ στέφος τών φιλοσόφων» — χαρακτηρισμός του Ζωσίμου ως του πρώτου μεταξύ τών φιλοσόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].

Greek Monotonic

στέφος: -εος, τό (στέφω),
1. στέμμα, στεφάνι, γιρλάντα, κορόνα, σε Ευρ.· πληθ., στέφη = στέμματα, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στέφος: -εος, τό (στέφω) ποιητ. ἀντὶ στέφανος, «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. στέφω ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι τόπος στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.

Middle Liddell

στέφος, ος, εος, τό, στέφω
1. a crown, wreath, garland, Eur.; pl. στέφη, = στέμματα, Aesch., Soph.
2. of libations, Aesch.

English (Woodhouse)

chaplet, garland, for the head, of flowers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)