δόλιχος

From LSJ
Revision as of 10:58, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia IT==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpit |wkittx=$3 }}$4")

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλιχος Medium diacritics: δόλιχος Low diacritics: δόλιχος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΣ
Transliteration A: dólichos Transliteration B: dolichos Transliteration C: dolichos Beta Code: do/lixos

English (LSJ)

ὁ,
A dolichos, dolichus, long course, long race, in racing, opp. στάδιον, IG22.956, etc.; τὸν δόλιχον ἁμιλλᾶσθαι Pl.Lg.833b; θεῖν X.An.4.8.27; νικᾶν Luc.Hist. Conscr.30; δολίχῳ κρατεῖν Paus.3.21.1: metaph., δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου Pl.Prt.329a; δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Epicr.3.18; δόλιχον βιότου σταδιεύσας Epigr.Gr.311; γήρως δ. ib.231.
2 a measure of length, = 12 stades, Hero *Geom.4.13.
II calavance, Vigna sinensis, Thphr.HP8.3.2, Diocl.Fr.117.

German (Pape)

[Seite 654] ὁ, 1) die lange Rennbahn, von στάδιον unterschieden, nach Suid. u. Schol. Soph. El. 686 20 Stadien lang, welche siebenmal, dreimal hin u. zurück, u. wieder bis ans Ziel (vgl. Schol. Ar. Nub. 28) durchlaufen werden mußte (140 Stadien = 3 ½ deutsche Meile); δόλιχον θεῖν, Xen. An. 4, 8, 27; ὁ τὸν δόλιχον ἁμιλλησόμενος Plat. Legg. VIII, 833 b; δόλιχον νικᾶν, im Dauerlaufe siegen, Luc. Hist. conscr. 50; es kommt auch ein δόλιχος ἵππιος vor, Inscr. 1515. – Übertr., δόλιχον τοῖς ἔτεσι τρέχειν, Epicrat. Com. bei Ath. XII, 570 d. – 2) eine längliche Hülsenfrucht; Theophr.; Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 43).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le long stade, espace de 12 δίαυλοι ou 24 stades, la plus longue carrière que parcouraient les athlètes dans les jeux : δόλιχον θεῖν XÉN courir le long stade ; τὸν δόλιχον νικᾶν LUC être vainqueur à la course du long stade.
Étymologie: cf. δολιχός.

Russian (Dvoretsky)

δόλῐχος:длинный пробег (на дистанцию до 24 стадиев, которую участники состязания проходили семь раз: три раза туда и обратно и еще раз до цели) (δολιχον θεῖν Xen. и ἁμιλλᾶσθαι Plat.; δόλιχον νικᾶν Luc.): ὁ δ. τοῦ πολέμου ирон. Plut. превратности войны.

Greek (Liddell-Scott)

δόλιχος: ὁ, ὁ μακρὸς δρόμος ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, ἀντίθ. στάδιον, συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 245, 1515 κ. ἀλλ.· τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Β· θεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27· νικᾶν Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 30· δολίχῳ κρατεῖν Παυσ. 3. 21, 1. - Τὸ μῆκος αὐτοῦ ἦτο πιθ. 24 σταδ.· - μεταφ., δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Ἐπικρ. Ἀντιλ. 1. 18· δόλιχον βιότου σταδιεύσας Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 311, πρβλ. 231. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου ἐπιμήκους, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 3, 2, ἴδε λοβὸς ΙΙ.

English (Slater)

δόλῐχος long ]δολιχὰ δ' ὁδ[ὸ]ς ἀθανάτω[ν Δ. 4. 18.

Greek Monolingual

ο (AM δόλιχος)
1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων)
2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό
3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια
4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο.

Greek Monotonic

δόλιχος: ὁ, μακρύς δρόμος, αντίθ. προς το στάδιον, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

δόλιχος, ὁ, [from δολῐχός] n
the long course, opp. to στάδιον, Plat., Xen.

Wikipedia EL

Ο δόλιχος ήταν αγώνισμα δρόμου ημιαντοχής στην αρχαία Ελλάδα, απόστασης περίπου 4800 μέτρων. Το 720 π.Χ. εισήχθηκε και στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι διάφορες καταχωρήσεις για τον δόλιχο ως σήμερα έχουν αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία ως προς την πραγματική απόσταση της διαδρομής του αγωνίσματος. Ωστόσο, η μέση αναφερόμενη απόσταση του αγώνα ήταν περίπου 18-24 γύρους, ή περίπου 4800 μέτρα. Η διοργάνωσή του διεξαγόταν παρόμοια με τους σύγχρονους μαραθώνιους - οι δρομείς εκκινούσαν και τερμάτιζαν τον αγώνα εντός του σταδίου, αλλά η διαδρομή του αγώνα εκτεινόταν στους δρόμους γύρω από την περιοχή του σταδίου της Αρχαίας Ολυμπίας. Στη διαδρομή αυτή συχνά πλεύριζαν σημαντικά αγάλματα και βωμούς του ιερού της Ολυμπίας, και πριν επιστρέψουν στο στάδιο περνούσαν και από το άγαλμα της Νίκης που βρισκόταν στον περίφημο ναό του Διός.

Wikipedia EN

Dolichos or dolichus (Greek: δόλιχος, English translation: "long race") in the ancient Olympic Games was a long race (c. 4800 m) introduced in 720 BC. Separate accounts of the race present conflicting evidence as to the actual length of the dolichos. However, the average stated length of the race was approximately 12.5 laps, or about three miles. The event was run similarly to modern marathons (the runners would begin and end their event in the stadium proper), but the race course would wind its way through the Olympic grounds. The course would often flank important shrines and statues in the sanctuary, passing by the Nike statue by the temple of Zeus before returning to the stadium.

Wikipedia DE

Dolichos oder Dolichus (griechisch: Δόλιχος, deutsch: "Langes Rennen") war ein Langstreckenlauf, der bei den 15. Olympischen Spielen der Antike 720 v. Chr. erstmals ausgetragen wurde. Die Laufstrecke variierte, betrug aber meist 20 Stadien (3845 Meter) oder 24 Stadien (4616 Meter). Der Lauf war dem modernen Marathonlauf ähnlich. Start und Ziel waren im Stadion, aber der Lauf führte dann aus dem Stadion.

Das Maß bestimmte auch die Länge der Strecke für Wagenrennen. Ein halber Dolichos wurde Diaulus genannt. Hierbei rechnete man die 20 oder 24 Stadien mit 187,5 Meter.

Wikipedia IT

Il dolico (in greco antico: δόλιχος, dólichos, "corsa lunga") era una gara di corsa di lunghezza variabile da 7, 12 o 24 volte lo stadio, introdotta nella quindicesima olimpiade dei giochi olimpici antichi, nel 720 a.C. In seguito divenne una delle gare consuete dei Giochi panellenici.

Wikipedia FR

Le dolichos (grec ancien: Δόλιχος) était une course à pied faisant partie des épreuves au programme des Jeux panhelléniques, dont les Jeux olympiques antiques.

La distance parcourue lors de cette course variait d'un concours à l'autre, voire dans le temps. Elle pouvait se courir sur sept à vingt-quatre stades (soit 4 200 à 14 400 pieds; 1 400 à 4 800 mètres sur le stade d'Olympie).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): δολῐχός Aristid.Or.36.66
I 1 carrera de fondo o de larga distancia de longitud variable entre 7 y 24 estadios νικάσας ... τὸν δόλιχον τριάκις CEG 374 (Esparta VI a.C.), δόλιχον ... ἔθεον X.An.4.8.27, δολίχῳ κρατῶν Paus.3.21.1, cf. IEphesos 1114.4 (II/III d.C.), dif. de la carrera del estadio, del diaulo, etc., Pl.Lg.833b, IG 22.956.74 (II a.C.), IEphesos 1082, 1101.10 (II a.C.), Philostr.Gym.3, 4, 12, PRyl.93.1 (III d.C.), de niños CEG 790 (Beocia IV/III a.C.), Luc.Hist.Cons.30, ITralleis 117.5, 9, IAphrodisias 3.70.20, 22 (ambas III d.C.), ἵπποι δ' ἐς δόλιχον παριόντων en un ejemplo de solecismo, Gal.18(2).777
en compar. ὥσπερ τις ... δολιχὸν τρέχων dicho del Nilo, Aristid.l.c.
2 fig. largo o prolongado recorrido
a) en el tiempo, ref. a la prolijidad de discursos δόλιχον κατατείνουσι τοῦ λόγου Pl.Prt.329a, τοῦτον ... τὸν δόλιχον ἀπεμηκύναμεν ... χάριν ... τοῦ διδάξαι Ph.1.638, cf. 198, ref. a la vida δόλιχον τοῖς ἔτεσιν ... τρέχει Epicr.3.14, cf. Diog.83, τεσσαρακαιδεκάτη δόλιχον βιότου σταδιεύσας GVI 1331.4 (Esmirna II d.C.), (δαίμων) μακρὸν γήρως οὐκ ἐτίθει δόλιχον GVI 945.4 (Quíos II d.C.);
b) gener. carrera, recorrido, curso de los bueyes al arar μακρὸν δόλιχον ἀποτείνουσι Ph.1.20, (πρεσβύτης) δόλιχόν τινα ... παραθέων = un anciano dando un largo paseo Hld.2.21.2, ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον ref. al acto sexual recorrió sin desmayo la carrera de Cipris, AP 5.55 (Diosc.).
3 metrol. medida de longitud equiv. a 12 estadios, Hero Geom.4.13.
II bot., gener. en plu. judía de careta, Vigna unguiculata (L.) Walpers., Hp.Vict.2.45, Thphr.HP 8.3.2, δόλιχοι δὲ τρέφουσι μὲν οὐχ ἧττον τῶν πισσῶν Diocl.Fr.117, οἱ δόλιχοι καὶ οἱ ἄρακοι Dieuch.16.41, tb. en sg., Thphr.HP 8.11.1, CP 2.18.3, Plin.HN 16.244.