δωμάτιον
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of δῶμα, Ar.Ra.100, IG12(8).442.8 (Thasos), Jul.ad Them.263a. II chamber, bedchamber, Ar.Lys. 160, Lys.1.17, 24, Pl.R.390c, and so prob. in X.Eph.2.1, Procop. Arc.23. III housetop (cf. foreg. 1.4), J.BJ2.21.5, Hdn.1.12.8.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 casita, pequeña vivienda Διὸς δωμάτιον paród. Ar.Ra.100, 311, ἧκον εἰς τὸ δ. ἔνθα συνήθως διῃτῶντο X.Eph.2.1.1
•sin valor dim. casa Luc.Am.10, Hld.4.14.1, IG 12(8).442.8 (Tasos), Iul.ad Them.263a, Procop.Goth.14.27
•sent. peyor. casucha ἐν δωματίοις πενήτων Plu.2.517a.
2 habitación, cámara, dormitorio εἰς τὸ δ. ... ἕλκειν Ar.Lys.160, cf. Ec.8, Lys.1.17, 24, 12.10, Pl.R.390c, I.BI 2.610, 6.405, Plu.Ant.76, Caes.63, 2.61c, 766b, Luc.Asin.13, Phryn.222, Fauorin.Fr.103, Philostr.VA 2.35, Ach.Tat.2.20.1, Procop.Arc.23.22, cf. Vand.1.4.22, οἱ τοῦ δωματίου προεστῶτες los guardianes de la cámara I.AI 7.351.
3 terraza superior de la casa, azotea ἐς τὰ δωμάτια ἀναβάντες Hdn.1.12.8, cf. PMag.1.70, PMasp.309.27 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 694] τό, dim. von δῶμα; – a) kleines Haus, VLL. – b) Gemach, Zimmer, bes. Schlafgemach: Ar. Lys. 160; Plat. Rep. III, 390 c; Lys. 1, 17; obere Gemächer, Hdn. 1, 12, 16; vgl. Poll. 4, 129.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite maison;
2 petit temple, chapelle;
3 petite chambre, chambre à coucher.
Étymologie: δῶμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωμάτιον -ου, τό, demin. van δῶμα huisje. kamer, m. n. slaapkamer.
Russian (Dvoretsky)
δωμάτιον: (ᾰ) τό
1) домик Arph.;
2) небольшое святилище (δ. ὃ Φόβου ἦν ἱερόν Plut.);
3) спальня Arph., Lys., Plat., Plut.
Greek Monotonic
δωμάτιον: τό,
I. υποκορ. του δῶμα, σε Αριστοφ.
II. κάμαρα, δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
δωμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δῶμα, Ἀριστοφ. Βατρ. 100. ΙΙ. θάλαμος, τοῦ ὕπνου δωμάτιον (ἴδε κοιτών), Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Λυσίας 93. 18., 94. 7, Πλάτ. Πολ. 390C.
Middle Liddell
δωμάτιον, ου, τό, [Dim. of δῶμα, Ar.]
II. a chamber, bed-chamber, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=μικρή κατοικία). Ὑποκοριστικό τοῦ δῶμα ἀπό τό δέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.