ἐξατιμάζω
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
dishonour utterly, S.OC1378, v.l. in LXX 1 Ki.17.42:— also ἐξατῑμ-ατῑμάω (s.v.l.) Phld.Rh.2.174S.
Spanish (DGE)
(ἐξατῑμάζω)
deshonrar por completo ἵν' ἀξιῶτον τοὺς φυτεύσαντας σέβειν, καὶ μὴ 'ξατιμάζητον S.OC 1378.
German (Pape)
[Seite 873] verstärktes simpl.; Soph. O. C. 1380; LXX.
French (Bailly abrégé)
mépriser.
Étymologie: ἐξ, ἀτιμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξατῑμάζω: ни во что не ставить, презирать Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰτῑμάζω: καταφρονῶ, καὶ μὴ ’ξατιμάζητον, εἰ τυφλοῦ πατρὸς τοιώδ’ ἔφυτον (ἐφύτην Elms.) Σοφ. Ο. Κ. 1378.
Greek Monolingual
ἐξατιμάζω (AM) ατιμάζω
ατιμάζω εντελώς, ντροπιάζω
μσν.- νεοελλ.
1. κατηγορώ
2. βρίζω
3. καταριέμαι.
Greek Monotonic
ἐξατῑμάζω: μέλ. -σω, ντροπιάζω εντελώς, σε Σοφ.