σκαλαθύρω

From LSJ
Revision as of 21:38, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθύρω Medium diacritics: σκαλαθύρω Low diacritics: σκαλαθύρω Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΩ
Transliteration A: skalathýrō Transliteration B: skalathyrō Transliteration C: skalathyro Beta Code: skalaqu/rw

English (LSJ)

[ῡ], (σκάλλω) dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.

German (Pape)

[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.

French (Bailly abrégé)

jouer.
Étymologie: σκάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλᾰθύρω: (ῡ) копать, рыть, перен. Arph. = βινέω.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: Cf. σκαλαθύρων ἀκολασταίνων, ὁ σκαλεύων H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through combination of σκάλλω with ἀθύρω arose σκαλαθύρω euphemism for futuo (Ar. Ek. 611) with σκαλαθυρμάτια n. pl. petty squibbles (Ar. Nu. 630); on the type of comp. Schwyzer 645 w. n. 1. Cf. DELG s.v. σκάλλω, and Taillardat, Images d' Aristophane 296 n. 3
See also: s. σκάλλω.

Frisk Etymology German

σκαλαθύρω: {skalathúrō}
See also: s. σκάλλω.
Page 2,715