ὑποκόρισμα
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ατος, τό,
A a coaxing or endearing name, as Dem. said that his nickname Βάταλος was ἐξ ὑποκορίσματος τίτθης, Aeschin.1.126.
2 blandishment, diminutive, euphemism, a fair name for something base, as παράσιτος for πολυφάγος, Alex. 178.2, cf. 219.5; σεισάχθεια for χρεῶν ἀποκοπή, Plu. 2.807e; so φυγῆς ὑποκόρισμα καὶ παρακάλυμμα Id.Galb.20.
3 diminutive, Eust.1540.54.
German (Pape)
[Seite 1221] ατος, τό, Schmeichelwort, Liebkosungswort, wie man sie im Tändeln mit Kindern braucht, wie nach Aesch. 1, 126 Demosthenes von seinem Spottnamen Βάταλος sagte ὅτι ταύτην ἐξ ὑποκορίσματος τίτθης τὴν ἐπωνυμίαν ἔχω; bes. ein schmeichelnder, mildernder Ausdruck, mit dem man eine schlechte, schändliche Sache beschönigend darstellt od. zu bemänteln sucht, ὑποκόρισμα τῇ ἁμαρτίᾳ προβαλλόμενος, dem Laster einen schönen Namen vorhängend; so καλοῦσι δ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι παράσιτον, ὑποκόρισμα, Alexis bei Ath. X, 421 d; vgl. denselben XI, 403 d; Alciphr. 3, 33 u. a. Sp.; καὶ παρακάλυμμα Plut. Galb. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 petit nom caressant, terme de tendresse;
2 terme propre à atténuer une ch. blâmable, expression adoucie.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκόρισμα: ατος τό
1) уменьшительно-ласкательное имя Aeschin.;
2) смягченное выражение, эвфемизм: φυγῆς ὑ. καὶ παρακάλυμμα Plut. приятное слово, маскирующее изгнание, т. е. почетная ссылка.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκόρισμα: τό, ὄνομα θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν ὄνομα πράγματος κακοῦ, παράσιτος ἀντὶ πολυφάγος, Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· σεισάχθεια ἀντὶ χρεῶν ἀποκοπή, Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ παρακάλυμμα ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς τύπος, Εὐστ. 1540. 54. 4) μίμησις, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1.
Greek Monolingual
το / ὑποκόρισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.-μσν.
υποκοριστικός τύπος
μσν.
1. (με κακή σημ.) μίμηση («ὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)
2. ομοιότητα σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό
μσν.-αρχ.
κολακευτική ονομασία για κάτι το κακό, το ευτελές («τοῦτο ἦν ὑποκόρισμα χρεῶν ἀποκοπῆς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποκόρισμα: -ατος, τό, χαϊδευτικό ή στοργικό, γλυκό όνομα, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ὑποκόρισμα, ατος, τό, [from ὑποκορίζομαι
a coaxing or endearing name, Aeschin.
Translations
term of endearment
Chinese Mandarin: 愛稱, 爱称, 暱稱, 昵称; Czech: něžné oslovení; Esperanto: karesvorto; Finnish: hellittelysana, hellittelynimi; French: terme affectueux; Galician: palabra de afecto; Georgian: მოფერებითი სიტყვა; German: Kosewort; Greek: χαϊδευτικό, υποκοριστικό; Ancient Greek: ὑποκοριστικόν, ὑποκόρισμα, ὑποκορισμός; Hebrew: שם חיבה; Hungarian: becenév, becézés, becéző szavak; Icelandic: blíðuhót, blíðuorð, ástarorð, ástarheiti; Italian: vezzeggiativo; Japanese: 愛称; Norwegian: kjæleord; Portuguese: termo afetivo; Russian: ласкательное имя, ласкательное слово; Spanish: palabra de afecto, palabra tierna, palabra afectuosa, palabra cariñosa
hypocorism
Catalan: hipocorístic; Chinese Mandarin: 暱稱, 小名; Dutch: hypokorisme, koosnaam, koosnaampje; Estonian: hüpokorism; Finnish: lempinimi; French: hypocoristique; Galician: hipocorístico; Georgian: კნინობითი სახელი, საალერსო სახელი; German: Lallname; Greek: υποκόρισμα, ὑποκορισμός; Hungarian: becenév, becézés, becézett alak; Italian: ipocoristico; Latin: hypokorisma; Polish: hipokorystyk; Portuguese: hipocorístico; Russian: ласкательное имя, уменьшительное имя, уменьшительно-ласкательное имя; Serbo-Croatian Cyrillic: хипокористик, одмилица; Roman: hipokoristik, odmilica; Spanish: hipocorístico; Swedish: hypokorism, smeknamn