λαώδης
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ες, (λαός) popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
λᾱώδης: (все)народный (ἡ κλῆσις ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.
Greek Monolingual
λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λᾱ-ώδης, ες εἶδος
popular, Lat. popularis, Plut.
German (Pape)
[λᾱ], ες, dem Volke ähnlich, fürs Volk geeignet, volksmäßig, neben δημοτικός, Plut. Crass. 3 und Sp.