κοτήεις

From LSJ
Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτήεις Medium diacritics: κοτήεις Low diacritics: κοτήεις Capitals: ΚΟΤΗΕΙΣ
Transliteration A: kotḗeis Transliteration B: kotēeis Transliteration C: kotieis Beta Code: koth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.

Russian (Dvoretsky)

κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.

Greek Monolingual

κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].

Greek Monotonic

κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

Middle Liddell

κοτήεις, εσσα, εν
wrathful, jealous, Il.

German (Pape)

εσσα, εν, zürnend, grollend, mißgünstig; θεός νύ τίς ἐστι κοτήεις Il. 5.190; μνήμη κοτήεσσα, Eust.