ἀποδέκτης

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδέκτης Medium diacritics: ἀποδέκτης Low diacritics: αποδέκτης Capitals: ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ
Transliteration A: apodéktēs Transliteration B: apodektēs Transliteration C: apodektis Beta Code: a)pode/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, receiver: in plural, financial officials, established by Cleisthenes, IG2.38, D.24.162, Arist.Ath.48, Pol.1321b33, Harp.: also at Thasos, IG12(8).608; in Egypt, σίτου Ostr.1217; ἀχύρου POxy.43riii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114; ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων Jahresh.21/2 Beibl.255 (ii A. D.):—hence ἀποδεκ-τεύω, hold office of ἀποδέκτης, IG12(8).391,610 (Thasos).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ recaudador D.24.162, Arist.Ath.48.1, Pol.1321b33, IG 22.29.19 (IV a.C.), IG 12(8).608
en Egipto σίτου Ostr.1217, ἀχύρου POxy.43re.3.8 (III d.C.), χρυσοῦ SB 11885.1 (IV d.C.), cf. Poll.8.114, λίνου τοῦ ἱεροῦ ἀναβολικοῦ PThead.34.25 (IV d.C.), κριθῆς ἐπὶ πόλεως PThead.31.1.1 (IV d.C.), cf. 32.13 (IV d.C.), τῶν πολειτικῶν χρημάτων Jahresh. 21-22, Beibl.255 (II d.C.), cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἀποδεκτήρ.
Étymologie: ἀποδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδέκτης: ου ὁ Dem., Aeschin., Arst. = ἀποδεκτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος, ὁ λαμβάνων: ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλεισθένους ἀποδέκται ἐλέγοντο ἄρχοντες ἐν Ἀθήναις, οἵτινες διεδέχθησαν τοὺς κωλακρέτας καὶ ἐπλήρωνον τοὺς δικαστάς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 84. 19, Δημ. 750. 24, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 1· ἴδε Ἁρπ. ἐν λ., Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 214: - ὡσαύτως ἐν Θάσῳ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2. 163β.

Greek Monolingual

ο (AM ἀποδέκτης) αποδέχομαι
αυτός που αποδέχεται κάτι, ο παραλήπτης
νεοελλ.
υπόγειος χώρος, υπόνομος όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα
αρχ.
αποδέκτης και διαχωριστής προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν επίσης με φορολογικές αμφισβητήσεις.

Greek Monotonic

ἀποδέκτης: -ου, ὁ, Παραλήπτης, ένα από τους άρχοντες στην Αθήνα, που πλήρωνε τους δικαστές, σε Δημ.

Middle Liddell


a receiver, name of a magistrate at Athens who paid the dicasts, Dem.

German (Pape)

ὁ, Abnehmer, Einnehmer, nach Poll. 8.97, 114 δέκα, οἳ τούς τε φόρους καὶ τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰ τέλη ὑπεδέχοντο καὶ τὰ περὶ τούτων ἀμφισβητήσιμα ἐδίκαζον; Dem. 24.162 Aesch. 3.25 Arist. Pol. 6.8; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 171f.