τρισόλβιος

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισόλβιος Medium diacritics: τρισόλβιος Low diacritics: τρισόλβιος Capitals: ΤΡΙΣΟΛΒΙΟΣ
Transliteration A: trisólbios Transliteration B: trisolbios Transliteration C: trisolvios Beta Code: triso/lbios

English (LSJ)

ον, thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσόλβιος: Soph., Arph., Luc., Anth. = τρισευδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].

Greek Monotonic

τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐσ-όλβιος, ον,
thrice happy or fortunate, Anth.

German (Pape)

dreimal, sehr glücklich; Soph. frg. 719; Luc. Nigr. 1.