εὐωχία

From LSJ
Revision as of 14:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωχία Medium diacritics: εὐωχία Low diacritics: ευωχία Capitals: ΕΥΩΧΙΑ
Transliteration A: euōchía Transliteration B: euōchia Transliteration C: evochia Beta Code: eu)wxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A good cheer, feasting, Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; ποιεῖν τὴν εὐωχίαν to hold the wake, CIG3028 (Ephesus): in plural, festivities, Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al.
2 generally, supply of provisions for an army, Plb.3.92.9; plenty, σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10.
II metaph., λόγων εὐωχίαι = feasts of reason, AP4.3.6 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1112] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se régaler, de faire bonne chère.
Étymologie: εὐωχέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐωχία:
1 тж. pl. пир, пиршество Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2 провиант, запасы продовольствия (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐωχία: ἡ, εὐθυμία, ἰδίως ἐν συμποσίῳ, γεῦμα πλούσιον καὶ ἄφθονον, συμπόσιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) καθόλου, προμήθεια ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι
1. ευθυμία σε συμπόσιο
2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι
μσν.
χαρούμενη πανήγυρη, εορτή
αρχ.
αφθονία τροφίμων.

Greek Monotonic

εὐωχία: ἡ, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐωχία, ἡ, [from εὐωχέω
good cheer, feasting, Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, Anth.

English (Woodhouse)

feasting, revelry, good cheer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλή διάθεση, συμπόσιο). Ἀπό τό εὐωχῶ (εὖ + ἔχω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐωχῶ: εὐωχητήριον, εὐωχητής, εὐωχητικός, εὐωχιαστικός.