κοιλογάστωρ

From LSJ
Revision as of 14:41, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλογάστωρ Medium diacritics: κοιλογάστωρ Low diacritics: κοιλογάστωρ Capitals: ΚΟΙΛΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: koilogástōr Transliteration B: koilogastōr Transliteration C: koilogastor Beta Code: koiloga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (γαστήρ) hollow-bellied, hungry, A.Th. 1040: metaph., κ. κύκλος, of a hollow shield, ib.496.

German (Pape)

[Seite 1466] ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 bouclier dont le ventre (càd le milieu) est concave;
2 au ventre creux, càd affamé.
Étymologie: κοῖλος, γαστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλογάστωρ -ορος [κοῖλος, γαστήρ] met een lege maag, hongerig:; κοιλογάστορες λύκοι hongerige wolven Aeschl. Sept. 1035; overdr. hol:. κύκλος... κοιλογάστορος κύτους de rand van het holbuikige schild Aeschl. Sept. 496.

Russian (Dvoretsky)

κοιλογάστωρ: ορος adj.
1 с пустым желудком (λύκος Aesch.);
2 (о щите), вогнутый (κύκλος Aesch.).

Greek Monolingual

κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)
2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ, ολβιογάστωρ].

Greek Monotonic

κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει άδεια κοιλιά, πεινασμένος, σε Αισχύλ.· μεταφ., ασπίδα με κοιλότητα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (γαστὴρ) ἔχων κοίλην τὴν γαστέρα, κενὴν δηλ., πειναλέος, ἐπὶ λύκων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· μεταφ., κοίλη ἀσπίς, αὐτόθι 496.

Middle Liddell

κοιλο-γάστωρ, ορος, γαστήρ
hollow-bellied, hungry, Aesch.: metaph. a hollow shield, Aesch.

English (Woodhouse)

ravening

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)