μιμηλός
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ή, όν, A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.). II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv.-λῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.
German (Pape)
[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μῑμηλός:
1 изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2 изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.
Greek Monolingual
μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπνηλός, σφριγηλός)].
Greek Monotonic
μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μῑμηλός, ή, όν
I. imitative, c. gen., Luc., Anth.
II. pass. imitated, copied, Plut. [from μιμέομαι