συμπαροξύνω

From LSJ
Revision as of 15:33, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαροξύνω Medium diacritics: συμπαροξύνω Low diacritics: συμπαροξύνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΞΥΝΩ
Transliteration A: symparoxýnō Transliteration B: symparoxynō Transliteration C: symparoksyno Beta Code: sumparocu/nw

English (LSJ)

provoke along with or together, τινα Plu.2.859f, etc.; εἴς τι X.Oec.6.10:—Pass., to be exacerbated at the same time as, λυγμὸν -όμενον τοῖς πυρετοῖς Gal.15.847.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich anreizen, εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. Oec. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, παροξύνω.

Russian (Dvoretsky)

συμπαροξύνω:
1 возбуждать: σ. εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. воспитывать бодрость;
2 раздражать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαροξύνω: παροξύνω, διεγείρω ὁμοίως, τινὰ Πλούτ. 2. 859F, κτλ.· τινὰ εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 6, 10.

Greek Monolingual

Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς πυρετοῖς», Γαλ.).

Greek Monotonic

συμπαροξύνω: μέλ. -ῠνῶ, παροξύνω, διεγείρω, εξοργίζω εξίσου ή από κοινού, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to provoke with or together, Xen.