ἐξαίτησις

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαίτησις Medium diacritics: ἐξαίτησις Low diacritics: εξαίτησις Capitals: ΕΞΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: exaítēsis Transliteration B: exaitēsis Transliteration C: eksaitisis Beta Code: e)cai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A demanding one for punishment or torture, D.49.55, IG22.457b19 (iv B. C.), Inscr.Prien.121.26 (i B. C.). II intercession, ἡ τῶν φίλων ἐ. D.59.117. III demand for satisfaction, D.S.8 Fr.25. IV petition, prayer, PMag.Par.1.434.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 reclamación, exigencia para que alguien sea castigado o entregado, D.49.55, IG 22.457b.19, IPr.121.26 (I a.C.), D.C.55.9, Iambl.VP 133, Lib.Decl.23.5
demanda, reivindicación οἱ ... πρεσβευταὶ κατὰ τὴν ἐξαίτησιν ἀπόκρισιν ἔλαβον D.S.8.25.
2 petición, plegaria, súplica c. gen. subjet. ἡ τῶν φίλων ἐ. ὠφέλησεν αὐτόν D.59.117, c. gen. obj. τῆς πράξεως PMag.4.434, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐ. Cyr.Al.M.77.1269B, ἐ. πρὸς Ἥλιον PMag.4.1290, cf. Ath.Al.M.28.1552B.

German (Pape)

[Seite 865] ἡ, das Herausfordern, – a) die Forderung der Auslieferung, Dem. 49, 55. – b) die Fürbitte um Freisprechung, Dem. 59, 117.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 instance judiciaire, poursuite, réclamation;
2 intercession.
Étymologie: ἐξαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαίτησις: εως ἡ
1 требование о выдаче Dem.;
2 просьба (за кого-л.), заступничество Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τινα πρὸς τιμωρίαν ἢ βάσανον, Δημ. 1200. 27. ΙΙ. = παραίτησις, παράκλησις, μεσιτεία, ὁ αὐτὸς 1385. 9.

Greek Monolingual

ἐξαίτησις, η (Α) εξαιτώ
1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.)
2. μεσολάβηση, επέμβαση
3. αίτηση για ικανοποίηση
4. παράκληση.

Greek Monotonic

ἐξαίτησις: -εως, ἡ,
I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ.
II. μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξαίτησις, εως [from ἐξαιτέω n
I. a demanding one for punishment, Dem.
II. intercession, Dem.

Léxico de magia

petición, súplica gener. a Helios ἐξαίτησις τῆς πράξεως petición de la práctica P IV 434 ἐντυχία πρὸς Ἥλιον ἐξαιτήσεως petición a Helios que es una súplica P IV 1930 ἐξαίτησις πρὸς ἥλιον κατὰ δύσιν petición al sol en el ocaso P IV 1290 εἰ γίνεται πρὸς ἐξαίτησιν καλόν, δεῖξόν μοι ὕδωρ si el momento es bueno para la petición, muéstrame agua P XXIIb 30