ἐπίληπτος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ion. ἐπίλαμπτος, ον, A caught or detected in anything, ἐ. ᾑρέθη S.Ant.406: c.part., ἐπίλαμπτος ἀφάσσουσα caught in the act of feeling, Hdt.3.69. 2. culpable, censurable, πάθος Ph.2.348; βίος Id.2.4, al., cf. Porph.Chr.23; of errors in metre, Heph.4.6. 3. disabled, ἀνδράποδον Hyp.Ath.15 (unless in signf. ΙΙ); of a hen-partridge, Arist.HA613b18. II. suffering from epilepsy, Hp.Aph.3.16:—D.25.80 puns on the two senses, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι, αὐτὸς ὢν ἐ. πάσῃ πονηρίᾳ; so ἐ. ὑπὸ πάθους Plu.2.798f.
German (Pape)
[Seite 958] ergriffen, ertappt, πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέθη Soph. Ant. 402, wie ἐπίλαμπτος Her. 3, 69; bes. von der fallenden Sucht, Epilepsie ergriffen, damit behaftet, epileptisch, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι Dem. 25, 80, wo er in allgemeiner Bdtg hinzusetzt αὐτὸς ὢν ἐπίληπτος πάσῃ πονηρίᾳ; Arist. u. Folgde, Medic.; ἐπιλήπτους ὑπὸ πάθους γενομένους Plut. reip. ger. praec. 2. – Bei Sp. tadelnswerth, καὶ ἐπάρατος βίος Philo. – Vgl. noch ἐπιλήψιμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.
Greek Monolingual
ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, -ον (Α) επιλαμβάνω
1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.)
2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος
3. ανίκανος, ανίσχυρος
4. αυτός που πάσχει από επιληψία.
Greek Monotonic
ἐπίληπτος: Ιων. ἐπίλαμπτος, -ον (ἐπιλαμβάνω),
I. αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.
II. αυτός που υποφέρει, πάσχει από κάτι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίληπτος: ион. ἐπίλαμπτος
1 схваченный, пойманный, тж. застигнутый на месте преступления Her.: πῶς ἐ. ᾑρέθη; Soph. как оказалась застигнутой (Антигона при погребении брата)?;
2 заслуживающий порицания, виновный Dem.;
3 страдающий эпилепсией, подверженный эпилептическим припадкам Dem., Arst.
Middle Liddell
ἐπιλαμβάνω
I. caught or detected in anything, Soph.; c. part., ἐπίλαμπτος ἀφάσσουσα caught in the act of feeling, Hdt.
II. suffering, Dem.
English (Woodhouse)
caught in the act, detected in the act, surprised in the act