ἠλέματος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Dor. and Aeol. ἀλέματος, ον, idle, vain, Sapph.Supp. 15.5, Alc.Supp.23.4; ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς prob. l. in Theoc.15.4 (ἀδεμ-, ἀδαμ- codd.); of a person, Timo 34.3, cf. 66.4 (cj.); βροντή Sotad.2; χειρὸς ἑκηβολία AP6.75 (Paul. Sil.); φαντασίη ib.11.350 (Agath.). Adv. ἀλεμάτως or ἠλεμάτως: idly, A.R.4.1206; in vain, Call.Cer.91: so neut. pl. ἠλέματα Opp.H.4.590.
German (Pape)
[Seite 1160] (vgl. ἠλεός u. μάταιος, od. μάτος ist als bloßes Suffixum u. das Wort nicht als zusammengesetzt anzusehen), thöricht, eitel, vergebens, ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς (conj. für ἀδαμάτω) Theocr. 15, 4; oft in der Anth., φαντασίη Agath. 76 (XI, 350), χερὸς ἑκηβολία Paul. Sil. 45 (VI, 75); ἠλέματα πτώσσουσι κενὸν φόβον Opp. Hal. 4, 590; βροντή Sotad. bei Ath. XIV, 621 b; ἀκτῖνες, nichtige, falsche, Claudian. 2 (IX, 139). Auch von Personen, Tim. D. L. 4, 42. – Adv. ἠλεμάτως, Ap. Rh. 4, 1206; in dor. Form ἀλεμ., Callim. Cer. 91.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sot, déraisonnable.
Étymologie: ἠλεός, μάτην.
Greek Monolingual
ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα
μάταια
επίρρ...
ἠλεμάτως (Α)
1. με οκνηρία, ευτελώς
2. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε- του ηλεός + -μα-τος (< μέ-μον-α «σκέπτομαι έντονα, σκοπεύω να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- της ρίζας men-, η συνεσταλμένη βαθμίδα της οποίας mn- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -τος όπως αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος)].
Greek Monotonic
ἠλέμᾰτος: (ἠλεός), Δωρ. ἀλέματος, -ον, μάταιος, ανόητος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλέμᾰτος: дор. ἀλέματος 2
1 пустой, ничтожный, глупый (ψυχά Theocr.; γλαῦξ Timon ap. Diog. L.; φαντασίη Anth.);
2 тщетный, напрасный (χερὸς ἑκηβολία Anth.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἠλεός