φρίκη

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑ́κη Medium diacritics: φρίκη Low diacritics: φρίκη Capitals: ΦΡΙΚΗ
Transliteration A: phríkē Transliteration B: phrikē Transliteration C: friki Beta Code: fri/kh

English (LSJ)

ἡ, A shuddering, shivering, Hp.Aph.5.61; a mild form of ῥῖγος, Id.Morb.1.24, al.: cold fit before fever, Pl.Phdr.251a (metaph.,Id.R.387c), Thphr.Ign. 74, Nic.Th.721; φρ (ε) ίκη καὶ πυρετός IG3.1424.19 (Tab.Defix.), Sor. 1.27: pl., Arist.Pr.863b21. 2 shivering fear, shuddering, esp. from religious awe, φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134; τοίαν φ. παρέχεις μοι S.OT1306 (anap.); ὀρθόκερως φ. Id.Fr.875, cf. X.Cyr.4.2.15: generally, shivering fear of any kind, horror, φρίκᾳ τρομερὰν φρένα E.Ph.1284 (lyr.); ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ Id.Tr.183 (lyr.); φρίκᾳ ματρός Id.Ion898 (lyr.); μεγάλην ἐμποιεῖ φ. Phld.Ir.p.19 W.; ἀγωνία καὶ φ. Plu.Mar.43; φ. καὶ φόβος Id.Pel.27; φ. καὶ δέος Jul. ad Them. 253b; φρίκῃ καὶ σιωπῇ κατεχόμενον τὸ θέατρον Plu.Marc.20. 3 = φρίξ 1, ἀκύματος πορθμὸς ἐν φρίκῃ γελᾷ Trag.Adesp.336; ἐν γαλήνῃ φρίκης ὑποτρεχούσης Plu.2.921f; τὴν θάλατταν φ. κατέχει Alciphr.1.10; ἐπ' ἄκρᾳ τῇ φ. τῆς θαλάττης Ael.NA16.19. II frost, chill, φ. περὶ τὸν ὄρθρον γέγονε Gell.17.8.7.

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, 1) Unebenheit, Rauhheit. – 2) Schauder, Plat. Phaedr. 251 a; bes. Fieberschauder, Fieberfrost, φρίκη ἐν ῥέθεϊ σκηρίπτεται Nic. Ther. 721; – auch übtr., die mit heiligem Schauer verbundene Ehrfurcht vor der Gottheit, τοίαν φρίκην παρέχεις μοι Soph. O. R. 1306; Her. 6, 134; πᾶσι φρίκην πρὸς τὸ θεῖον ἐγγίγνεσθαι Xen. Cyr. 4, 2,15; τρομερά Eur. Troad. 185.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
frissonnement :
1 frissonnement de la mer, des eaux;
2 frisson de la peau;
3 frisson de frayeur ou de froid;
4 frisson qu’inspire le respect de la divinité, effroi religieux, sainte horreur.
Étymologie: φρίσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρίκη: дор. φρίκᾱ (ῑ) ἡ
1 рябь, зыбь (ἐν γαλήνῃ φ. ὑποτρέχουσα Plut.);
2 дрожание, дрожь Plat., Arst.;
3 трепет, страх Her., Xen., Plat., Plut.: φρίκην παρέχειν τινί Soph. приводить кого-л. в трепет; φρίκᾳ τινός Eur. из страха перед кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φρίκη: [ῑ], ἡ, = φρίξ, ὁ μικρὸς κυματισμὸς τῆς θαλάσσης, (ὡς τὸ Λατ. inhorrescit), Aἰλ. περὶ Ζῴων 16. 19, Πλούτ. 2. 921F, κλπ. ΙΙ. φρικίασις, ἀνατριχίασις, «ἀνατρίχιασμα», «τρεμοῦλα», Ἱππ. Ἀφορ. 1255, κ. ἀλλ.· μάλιστα τὸ ἐκ τοῦ ῥίγους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α, Θεοφρ. Ἀποσπάσμ. 3. 74, Νικ. Θηρ. 721· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. πρβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. 2) «τρεμούλιασμα» ἐκ φόβου, φρικίασιςμάλιστα ἐκ θρησκευτικοῦ σεβασμοῦ, φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Ἡρόδ. 6. 134· τοίην φρ. παρέχεις μοι Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1306, πρβλ. Ἀποσπ. 921, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 2, 15, Πλάτ. Πολ. 387C· ― ἀκολούθως καθόλου, φόβος οἱοσδήποτε δυνάμενος νὰ παραγάγῃ φρικίασιν, φρίκᾳ τρομερὰν φρένα Εὐρ. Φοίν. 1285· ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 183· φρίκᾳ ματρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 898· συνημμένον μετὰ τοῦ δέος, ἔκπληξις, θάμβος, φόβος κλπ., Πλούτ. ΙΙΙ. παγετός, ψῦχος δριμύ, παρὰ Γελλίῳ 17.8, 7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῖς φίλοις», Διόδ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα, φρίκαλεότητα («ήταν φρίκη να το βλέπεις»)
2. (ως επιφ.) φρίκη!
τρομερό πράγμα
αρχ.
1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας («τὴν θάλατταν φρίκη κατέχει», Αλκίφρ.)
2. ρίγος, ανατρίχιασμα
3. δριμύ ψύχος, παγωνιά
4. θρησκευτικό δέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρρλ. τ. της λ. φρίξ, φρικός, κατά τα πρωτόκλιτα (για ετυμολ. βλ. λ. φρίξ)].

Greek Monotonic

φρίκη: ἡ[ῑ], ἡ (φρίσσω
1. ανατριχίλα, τρεμούλιασμα, σε Πλάτ.
2. ρίγος, ιδίως από θρησκευτικό σεβασμό, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

φρῑ́κη, ἡ, φρίσσω
1. a shuddering, shivering, Plat.
2. shuddering, esp. from religious awe, Hdt., Soph.

English (Woodhouse)

shiver, shudder

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μικρός κυματισμός τῆς θάλασσας, ἀνατριχίλα, τρεμούλιασμα). Συνώνυμο μέ τό φρίξ, φρικός, ἡ (=ἐλαφρός κυματισμός τῆς θάλασσας, ἀνατρίχιασμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φρίσσω -ττω.