μαγεύς
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
έως, ὁ, (μάσσω) A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες). II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγεύς: έως adj. m стирающий, вытирающий (σπόγγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
Greek Monolingual
μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. ἐ-μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].
Greek Monotonic
μᾰγεύς: -έως, ὁ (μάσσω), αυτός που ζυμώνει ψωμί, σε Ανθ.
Middle Liddell
μᾰγεύς, έως, μάσσω
one who wipes, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ζυμωτής). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
ὁ, der Knetende, Backende, Vetera Lexica – Der Abwischende, τὸν μαγῆα σπόγγον, Aristo 1 (VI.306).