πτερύσσομαι

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερύσσομαι Medium diacritics: πτερύσσομαι Low diacritics: πτερύσσομαι Capitals: ΠΤΕΡΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: pterýssomai Transliteration B: pteryssomai Transliteration C: pteryssomai Beta Code: pteru/ssomai

English (LSJ)

Att. πτερύττομαι, fut. πτερύξομαι, A flutter, flap the wings like a cock crowing, Babr.65.6, Luc.VH2.41, Ael.NA7.7, etc.; ἐπτερύσσετο should perhaps be restd. for ἀπτ- in Archil.49 Diehl. II metaph., triumph, exult, Diph.61.6. 2 become full-fledged, spread one's wings for flight, of the soul, Ph.2.32, al.

German (Pape)

[Seite 809] med., vgl. διαπτ., die Flügel bewegen, Luc. Icarom. 14, die Flügel schwin., en, mit den Flügeln schlagen, wie die jungen Vögel, die fliegen wollen, od. der krähende Hahn, καὶ φρυάσσομαι, Ael. H. A. 7, 7; übertr. vrbdt Diphil. bei Ath. VI, 236 c γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι.

French (Bailly abrégé)

battre des ailes pour prendre son essor.
Étymologie: πτέρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερύσσομαι [πτέρυξ] klapwieken.

Russian (Dvoretsky)

πτερύσσομαι: атт. πτερύττομαι хлопать крыльями Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πτερύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας μετὰ ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν ὅταν κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ χαίρω καὶ πτερύσσομαι, πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.

Greek Monolingual

ΜΑ πτέρυξ, -υγος]
(για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά
αρχ.
1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ
2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω.

Greek Monotonic

πτερύσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -ξόμαι, αποθ., χτυπώ τα φτερά μου όπως ο πετεινός όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.

Middle Liddell

πτερύσσομαι,
attic -ττομαι, fut. ξομαι, Dep. to clap the wings like a cock crowing, Babr., Luc.