στόλισμα
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ατος, τό, equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] uitrusting.
Russian (Dvoretsky)
στόλισμα: ατος τό снаряжение или одежда Eur.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδι («είναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.
Greek Monotonic
στόλισμα: -ατος, τό (στολίζω), ένδυμα, χλαίνη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.
Middle Liddell
στόλισμα, ατος, τό, στολίζω
a garment, mantle, Eur.