σκυταλίς
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of σκυτάλη, A stick, Hdt.4.60. 2 = σκυτάλιον 1.3, esp. as used by fishermen for drawing the net to land, Ael.NA12.43. 3 = σκυτάλη 1.2, J.AJ3.6.3. 4 = σκυτάλη 1.1, Aen.Tact.22.27, D.S. 8.27, etc. 5 = σκυτάλη 1.5, ἐλέφαντος, κασσιτέρου, Inscr.Délos 443 Bb94,95 (ii B.C.). 6 engine for hurling fire, Suid. 7 finger-bone (cf. σκυτάλη v), J.AJ3.7.6, Poll.2.144, Sor.Fract.22, Gal.2.250; of the neck, σ. τοῦ αὐχένος dub.in Id.19.139. 8 = σκυτάλη 1.4, ticket, Polyaen.1.17. 9 = σκυτάλη 1.7, handspike, Hero Bel.86.11. II = σκυτάλη ΙΙ, Gp.4.3.11: hence, withy, willow wand, Str.17.1.50. 2 Dim. of σκυτάλη III, διὰ -ίδων ἐβενίνων λείων ἐξομαλίζονται τὰ σώματα Id.15.1.54, cf. 55. III small crab, of the καρίς kind, Hsch. 2 a kind of caterpillar, EM 720.45.
German (Pape)
[Seite 908] ίδος, ἡ, wie σκυτάλη; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung καρίς, VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit bâton, petite baguette, particul. engin de pêcheur pour enrouler le filet et le fixer à terre.
Étymologie: σκυτάλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῡταλίς -ίδος, ἡ [σκυτάλη] stokje.
Russian (Dvoretsky)
σκῠτᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 палка, прут Her.;
2 небольшая скитала Diod. (см. σκυτάλη 5).
Greek Monotonic
σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκυτάλη, ραβδί, μικρό ρόπαλο, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σκυτάλη, ῥαβδίον, Ἡρόδ. 4. 60. 2) = σκυτάλιον Ι. 3, μάλιστα ὡς χρήσιμον εἰς ἁλιεῖς ὅπως ἕλκωσι τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηρὰν (Λατ. scutula), Αἰλ. π. Ζ. 12. 43. 3) = σκυτάλη Ι. 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. 4) = σκυτάλη Ι. 1, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 12, Αἰν. Τακτ. 22 ἐν τέλ., κτλ. 5) μηχανὴ δι’ ἧς ἐρρίπτετο πῦρ, Σουΐδ. 6) φάλαγξ ἢ κόνδυλος δακτύλου, ὡς τὸ σκυτάλη V, Πολυδ. Β΄, 144, Γαλην. ΙΙ. = σκυτάλη ΙΙ, Γεωπ. 4. 3, 11· ἐντεῦθεν, ῥαβδίον εὔκαμπτον ἐξ ἰτέας, Στράβ. 818. ΙΙΙ. μικρὸς καρκίνος ἐκ τοῦ εἴδους τῆς καρίδος, Ἡσύχ. 2) εἶδος κάμπης, Ἐτυμολ. Μέγ. 720. 45.