τυμπανιστής
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12. II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμπανιστής -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] bespeler van de tamboerijn.
Russian (Dvoretsky)
τυμπᾰνιστής: οῦ ὁ барабанщик Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ τυμπανίζω
αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης
νεοελλ.
(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταί
τίτλος έργου του Σοφοκλέους
2. το θηλ. ιέρεια της Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής της θεάς.
Greek Monotonic
τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ (τυμπανίζω), θηλ. τυμπανίστρια, ιέρεια της Κυβέλης, σε Δημ.
Middle Liddell
τυμπᾰνιστής, οῦ, ὁ, τυμπανίζω
of a priestess of Cybele, Dem.
German (Pape)
ὁ, der das Tympanon schlägt, Paukenschläger; Strab. XV.; Luc. Alex. 9.