κηροειδής

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροειδής Medium diacritics: κηροειδής Low diacritics: κηροειδής Capitals: ΚΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kēroeidḗs Transliteration B: kēroeidēs Transliteration C: kiroeidis Beta Code: khroeidh/s

English (LSJ)

ές, A like wax, waxen, σώματα Pl.Ti.61c, etc.: metaph., of the soul, Ph.1.64. 2 wax-coloured, PSI4.444.3 (iii B.C.), Dsc.1.119.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.

Russian (Dvoretsky)

κηροειδής: воскообразный, мягкий как воск (σώματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κηροειδής: -ές, ὅμοιος κηρῷ, κήρινος, Πλάτ. Τίμ. 61C, Ἀθήν. 281F, Διοσκ. 1. 92, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Φίλων 1. 64. 2) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Φιλόστρ. 781.

Greek Monolingual

-ές (Α κηροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή
οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί για κερί ή ανάμικτες με κερί για φωτισμό, επάλειψη κ.λπ., όπως η παραφίνη, η στεατίνη κ.ά.
αρχ.
1. (για λίθο, μάρμαρο ή άλλη ύλη) κιτρινωπός και στιλπνόςἡμίκυκλος στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)
2. μτφ. (για την ψυχή) εύπλαστος («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -ειδής (< εἶδος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.