πεντηκοστολόγος

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστολόγος Medium diacritics: πεντηκοστολόγος Low diacritics: πεντηκοστολόγος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pentēkostológos Transliteration B: pentēkostologos Transliteration C: pentikostologos Beta Code: penthkostolo/gos

English (LSJ)

ὁ,collector of the tax of two per cent, collector of the fiftieth-part tax, collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.); at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v.l.; Lob. Phryn. 658.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [πεντηκοστός, λέγω] inner van belasting.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοστολόγος:сборщик двухпроцентного налога Dem.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].

Greek Monotonic

πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.

Middle Liddell

πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.