σιδηροχάρμης

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροχάρμης Medium diacritics: σιδηροχάρμης Low diacritics: σιδηροχάρμης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: sidērochármēs Transliteration B: sidērocharmēs Transliteration C: sidirocharmis Beta Code: sidhroxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο-χάρμης].

Greek Monotonic

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.

Middle Liddell

σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.