συμφεύγω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
fut. A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91. 2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a. II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ξυνέφυγον;
1 fuir avec : τινι avec qqn;
2 être exilé avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φεύγω Att. ook ξυμφεύγω [σύν, φεύγω] samen (met...) vluchten, met dat. met iem. samen in (gedwongen) ballingschap gaan, met acc. v. h. inw. obj.. συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην hij ging in dezelfde ballingschap (als u) Plat. Ap. 21a.
Russian (Dvoretsky)
συμφεύγω: (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)
1 вместе бежать (τινί Her. и σύν τινι Eur.);
2 вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;
3 бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).
Greek Monolingual
Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.
Greek Monotonic
συμφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. φεύγω, δραπετεύω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν, σε Ευρ.
2. εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, συμμετέσχε σ' αυτήν την εξορία, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
Middle Liddell
fut. -φεύξομαι
1. to flee along with, τινί Hdt., Eur., etc.; σὺν φεύγουσι συμφεύγειν Eur.
2. to be banished along with or together, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Plat.