τριψημερέω
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
waste the day, Ar.V.849.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριψημερέω [τρίβω, ἡμέρα] de dag doorbrengen.
Russian (Dvoretsky)
τριψημερέω: τρίβω попусту терять время Arph.
Greek Monotonic
τριψημερέω: (τρῖψαι, ἡμέρα), χάνω την ημέρα μου, χασομερώ, Λατ. terere tempus, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.
Middle Liddell
τριψ-ημερέω, τρῖψαι, ἡμέρα
to waste the day, Lat. terere tempus, Ar.
German (Pape)
den Tag, die Zeit mit Zaudern aufreiben, unnütz verbringen, Ar. Vesp. 849.