βιαστής

Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = βιατάς, Ev.Matt.11.12.

Spanish (DGE)

-οῦ
violento, usurpador, Eu.Matt.11.12, Clem.Al.Strom.5.3.16.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, gewaltig, gewaltthätig, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui use de violence;
2 qui prend de force, ravisseur.
Étymologie: βιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιαστής -οῦ, ὁ βιάζω geweldpleger.

Russian (Dvoretsky)

βιαστής: οῦ ὁ применяющий усилие, т. е. борец NT.

Middle Liddell

βιάζω
one who uses force, a violent man, NTest.

English (Abbott-Smith)

βιαστής, -οῦ, ὁ (< βιάζω), late form of βιατάς;
1.strong, forceful.
2.violent (Philo): Mt 11:12 (see βιάζω).†

English (Strong)

from βιάζω; a forcer, i.e. (figuratively) energetic: violent.

English (Thayer)

βιαστου, ὁ (biazoo]);
1. strong, forceful: Pindar Ol. 9,114 (75); Pythagoras 4,420 (236; but Pindar only uses the form βιατας, so others).
2. using force, violent: Philo, agric. § 19. In βιασταί by whom the kingdom of God βιάζεται, i. e. who strive to obtain its privileges with the utmost eagerness and effort.

Greek Monolingual

ο (AM βιαστής)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού
αρχ.-μσν.
όποιος χρησιμοποιεί βία
μσν.
επόπτης, επιστάτης
αρχ.
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].

Greek Monotonic

βιαστής: -οῦ, ὁ (βιάζω), αυτός που χρησιμοποιεί δύναμη, βίαιος άνδρας, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

βιαστής: -οῦ, ὁ, = βιατάς, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 12.

Chinese

原文音譯:biast»j 比阿士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(滿有)力(的)
字義溯源:強迫,努力的人,暴力的人;源自(βιάζω)=用力);而 (βιάζω)出自(βία)*=力)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 努力的人(1) 太11:12