ἀγχίστροφος

From LSJ
Revision as of 12:44, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίστροφος Medium diacritics: ἀγχίστροφος Low diacritics: αγχίστροφος Capitals: ΑΓΧΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anchístrophos Transliteration B: anchistrophos Transliteration C: agchistrofos Beta Code: a)gxi/strofos

English (LSJ)

ον, A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261. 2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. -φως Longin.22.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀ.
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα en sentido contrario ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 -ως ret. de manera cambiante ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.

German (Pape)

dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2.53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7.13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmütig, Dion.Hal. 6.19; Sp.
• Adv. Longin. 22.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίστροφος: круто поворачивающий, крутой, внезапный (μεταβολή Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.

Greek Monotonic

ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

στρέφω
1. turning closely, quick-wheeling, of a hawk, Theogn.
2. quick-changing, sudden, Thuc.; neut. pl. as adv. suddenly, Hdt.