τυμπανιστής

From LSJ
Revision as of 12:49, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνιστής Medium diacritics: τυμπανιστής Low diacritics: τυμπανιστής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: tympanistḗs Transliteration B: tympanistēs Transliteration C: tympanistis Beta Code: tumpanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12. II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανιστής -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] bespeler van de tamboerijn.

German (Pape)

ὁ, der das Tympanon schlägt, Paukenschläger; Strab. XV.; Luc. Alex. 9.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνιστής: οῦ ὁ барабанщик Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.

Greek Monolingual

ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ τυμπανίζω
αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης
νεοελλ.
(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταί
τίτλος έργου του Σοφοκλέους
2. το θηλ. ιέρεια της Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής της θεάς.

Greek Monotonic

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ (τυμπανίζω), θηλ. τυμπανίστρια, ιέρεια της Κυβέλης, σε Δημ.

Middle Liddell

τυμπᾰνιστής, οῦ, ὁ, τυμπανίζω
of a priestess of Cybele, Dem.