ἀνάρρησις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ, public proclamation, ἡ ἀ. τοῦ στεφάνου Aeschin. 3.32, D.18.58.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
proclamación τοῦ στεφάνου Aeschin.3.32, cf. D.18.58, ISestos 1.102 (II a.C.), τὴν ἀ. ποιεῖσθαι IG 12(2).500.11 (Metimna III/II a.C.), cf. Hermog.Prog.3, Aristarch. en Sch.Pi.N.7.56, Aristid.2.383.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
proclamation, publication.
Étymologie: v. ἀναρρηθήσομαι.
German (Pape)
ἡ, das Ausrufen, öffentliche Bekanntmachung, bes. einer Wahl und einer Ehrenbezeugung, Dem. 18.58; Dion.Hal. 5.72.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρρησις: εως ἡ публичное объявление, провозглашение Aeschin., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ἀνακήρυξις, ἡ ἀν. τοῦ στεφάνου Αἰσχίν. 58. 20, Δημ. 244. 21· πρβλ. ἀναγορεύω, ἀνεῖπον.
Greek Monotonic
ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ανακήρυξη, αναφώνηση, σε Δημ.· πρβλ. ἀνεῖπον.
Middle Liddell
a proclamation, Dem.; cf. ἀνεῖπον.
English (Woodhouse)
proclamation, public proclamation of a person's services to the state
Mantoulidis Etymological
(=ἀνακήρυξη). Ἀπό τό ἀναγορεύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω.