ὠχράω
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.
German (Pape)
blaß, bleich werden, erblassen; Od. 11.529 mit dem Zusatze χρόα, an der Gesichtsfarbe; vom Monde Arat. 861; – blaß, bleich sein, insbes. blaßgelb sein, werden, Sp., s. ὠχριάω.
Russian (Dvoretsky)
ὠχράω: становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. χρόα Hom. побледнеть лицом.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.
English (Autenrieth)
only aor. part., ὠχρήσαντα, having become pale, Od. 11.529.
Greek Monotonic
ὠχράω: μέλ. -ήσω, γίνομαι ωχρός ή χλωμός· ὠχρᾶν χρόα, έχω ωχρή χροιά, είμαι κιτρινωπός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὠχράω, fut. -ήσω [from ὠχρός
to turn pale or wan, ὠχρᾶν χρόα to be wan of countenance, Od.