βλήχων
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
ἡ (later ὁ, Gp.8.7), gen. ωνος, also βληχώ, gen. οῦς; Ion. γλήχων, βληχώ, Dor. γλάχων, βληχώ (on the forms see Phryn.PS p.53 B., Sch.Ar.Pax711), dat. γλήχωνι h.Cer.209; βληχοῖ Thphr.HP 9.16.1: gen. γληχοῦς Hp.Morb.3.17; γλάχωνος Boeot. ap. Ar.Ach. 869: acc. γλάχωνα ib.861, Theoc.5.56; γλήχωνα Herod.9.13; γλαχώ Ar.Ach.874; βληχώ Id.Lys.89:—pennyroyal, Mentha pulegium, Il.cc., Dsc.3.31, etc.
Spanish (DGE)
-ωνος, ἡ
• Alolema(s): γλήχων h.Cer.209, Hp.Mul.1.78 (p.178), 2.134, Nic.Th.877, Dsc.3.32, 35; beoc. y dór. γλάχων Ar.Ach.861, 869, Theoc.5.56; βληχώ, -οῦς Ar.Lys.89, Thphr.HP 9.16.1; γλαχώ Ar.Ach.874, Phryn.PS 53; γληχώ Hp.Morb.3.17, Nic.Al.128, 237
• Morfología: [tard. masc. ὁ γλίχων Gp.8.7, 12.33]
I bot.
1 poleo, Mentha pulegium L. ἄλφι καὶ ὕδωρ ... μίξασαν ... γλήχωνι τερείνῃ tras mezclar harina de cebada y agua con poleo fresco, h.Cer.l.c., cf. Hp.ll.cc., Ar.ll.cc., Thphr.l.c., Theoc.l.c., Herod.9.13, Dieuch.15.59, 19.5, 12, 14, Nic.Th.877, ll.cc., Dsc.3.31, Plin.HN 20.156, Phryn.l.c., Gal.11.304, PRain.Med.7.3 (IV d.C.), Ps.Apul.Herb.93.54, anón. en POxy.1384.11, Gp.ll.cc., Sch.Ar.Pax 712.
2 γ. ἀγρία díctamo, Origanum dictamnus L., como sinón. de δίκταμνον Dsc.3.32.
3 γ. ἀγρία calamento, Calamintha nepeta L., Dsc.3.35, Ps.Apul.Herb.91.9.
II fig. vello púbico femenino κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη con el vello púbico muy elegantemente depilado Ar.Lys.89, cf. Hippon.86.4, Hsch.
• Diccionario Micénico: da-ra-ko.
• Etimología: Etim. dud. Mic. da-ra-ko apunta a un origen *dlā-. La var. γλάχων es explicada en algún caso por disim. de oclusivas. Una etim. pop. lo rel. c. βληχάομαι q.u.
German (Pape)
[Seite 449] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ, postér. ὁ)
c. βληχώ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλήχων -ωνος, ἡ, Dor. γλᾱχών polei (plant).
Russian (Dvoretsky)
βλήχων: ωνος ἡ ион. = γλήχων.
Frisk Etymological English
-ωνος
Grammatical information: f.
Meaning: pennyroyal, Mentha pulegium (h. Cer.).
Other forms: Ion. γλήχων, Dor. γλάχων; also βληχώ, -ους (Schwyzer 479); βληχός = βλήχων (Thphr, Dsc.).
Dialectal forms: Myc. karako /glakhon/ but the reading is doubtful.
Derivatives: βληχωνίας prepared with β (Ar.); Chantr. Form. 94f. γληχωνίτης (οἶνος; Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. The variation β- βλήχων γ- could just be dissimilation (Schwyzer 299); cf. β/γλέπω. But as the word also has no etym., and as the stem formation is strange, we rather have to do with a Pre-Gr. word. - For a folketymological connection with βληχάομαι Strömberg Pflanzennamen 155.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
pennyroyal, Ar., Theocr.
Greek Monotonic
βλήχων: ἡ, γεν. -ωνος ή βληχώ, γεν. -οῦς, Ιων. γλήχων, Δωρ. γλάχων και -ώ, είδος φυτού, «το φλισκούνι», Λατ. mentha pulegium, σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βλήχων: ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, ὡσαύτως βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ γλήχων, -ώ, Δωρ. γλάχων, -ώ: - εἶδος φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον γλήχων (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ γλάχων (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν βλήχων (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα αὐτόθι 861· γλαχὼ αὐτόθι 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. βληχωνίας· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
Frisk Etymology German
βλήχων: -ωνος,
{blḗkhōn}
Forms: ion. γλήχων, dor. γλάχων, auch βληχώ, -ς usw. (darüber Schwyzer 479)
Grammar: f.
Meaning: Art Minze, Mentha pulegium (h. Cer. usw.).
Derivative: Davon βληχωνίας als Attribut (Apposition) von κυκεών (Ar.); zahlreiche semantische Parallelen bei Chantraine Formation 94f.; — βληχώνιον (Sch.). Außerdem γληχωνίτης (οἶνος; Dsk., Gp. usw., vgl. Redard Les noms grecs en -της 96).
Etymology: Herkunft unbekannt, wahrscheinlich Fremdwort. Der Wechsel β- ~ γ- kann auf Dissimilation beruhen (Schwyzer 299). Über eine volksetymologische Anknüpfung an βληχάομαι Strömberg Pflanzennamen 155.
Page 1,245