ἐνδινέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A roll, ἐνδεδινημένα ὄμματα Hp.Epid.5.99, cf. Gal.16.610. II revolve, go about, ἐνδινεῦντι, Dor. for ἐνδινοῦσι, Theoc.15.82.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. pres. 3a plu. ἐνδινεῦντι Theoc.15.82]
I dar vueltas, deambular, ir y venir ὡς ἔτυμ' ἐνδινεῦντι de figuras representadas en un tapiz, Theoc.l.c.
II en v. med.
1 dar vueltas, girar en de los astros τῷ ζῳδιακῷ ἐνδινεῖσθαι κύκλῳ Gr.Nyss.Fat.35.24.
2 medic. girarse, volverse hacia adentro ὄμματα ... ἐνδεδινημένα de los ojos que se ponen en blanco, Hp.Epid.5.99, cf. 6.1.13, Aret.SA 1.5.4.
German (Pape)
[Seite 834] sich darin herumdrehen, Theocr. 15, 82. – Bei Medic. ὀφθαλμοὶ ἐνδεδινημένοι, einwärts gedreht.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tourner ou rouler dans ; Pass. se tourner, se mouvoir.
Étymologie: ἐν, δινέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῑνέω: στρέφω πρὸς τὰ ἔσω, ἐνδεδινημένα ὄμματα, «ἐξεστραμμένα, ἐπὶ τοῦ ἐσκοτωμένου καὶ τὴν κεφαλὴν ἀλγοῦντος» (Ἐρωτιαν.), Ἱππ. 1162C. ΙΙ. συστρέφομαι, ἐνδινεῦντι, Δωρ. ἀντὶ ἐνδινοῦσι, Θεόκρ. 15. 82.
Greek Monotonic
ἐνδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιστρέφω, στριφογυρίζω μέσα, τριγυρίζω, περιηγούμαι, ἐνδινεῦντι, Δωρ. αντί ἐνδινοῦσι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to revolve, go about, ἐνδινεῦντι, doric for ἐνδινοῦσι, Theocr.