Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνδίφριος

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίφριος Medium diacritics: ἐνδίφριος Low diacritics: ενδίφριος Capitals: ΕΝΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: endíphrios Transliteration B: endiphrios Transliteration C: endifrios Beta Code: e)ndi/frios

English (LSJ)

ον, (δίφρος) sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.

Spanish (DGE)

-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδίφριος: сидящий рядом: ἐκαθεζόμην ἐ. αὐτῷ Xen. я сел рядом с ним.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.

Greek Monolingual

ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.

Greek Monotonic

ἐνδίφριος: -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐν-δίφριος, ον adj δίφρος
sitting on the same seat with another, c. dat., Xen.