μῆον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ου, τό, bald money, spignel, Meum athamanticum, Dsc.1.3, Plin.HN20.253; μ. Κρητικόν Zopyr. ap. Gal.14.150, cf. μεῖον (C).
German (Pape)
[Seite 175] τό, ein doldentragendes Kraut, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d'athamante, plante ombellifère.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
μῆον: -ου, τό, φυτόν τι εὐῶδες, Meum Athamanticum, Διοσκ. 1. 3.
Greek Monolingual
και μέον, το (Α μῆον και μεῖον)
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας τών σκιαδανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα mei- της λ. μείων ή, κατ' άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα mēi- «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of an Umbellate, bald money, spignel, Meum. athamanticum (Dsc., Plin.).
Other forms: (v.l. μεῖον)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Carnoy REGr. 71, 96 connects mei- être rafraîchissant (= WP. 8. mei- [2, 244], Pok. 7. mēi- [711]). Hardly convincing. Fur. 235 n. 35 suggests comparing μαῖον Trifolium arvense. ?
Frisk Etymology German
μῆον: {mē̃on}
Forms: (v.l. μεῖον)
Grammar: n.
Meaning: N. einer Umbellatenart, ‘Bärwurz, Meum. athamanticum' (Dsk., Plin. u. a.).
Etymology: Nach Carnoy REGr. 71, 96 zu mei- être rafraîchissant (= WP. 8. mei- [2, 244], Pok. 7. mēi- [711]). Überzeugend?
Page 2,230