Τερμέρειον
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
or Τερμέριον κακόν, τό, prov.,
A a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Philipp. ap.Sch.E.Rh.509, Plu.Thes.11, Jul.Or.7.210d; prob. to be restored for μερμέριον κακόν in Luc.Lex.11: τερμερίης prob. portentous in Epic.Alex. Adesp.2.15.
2 τὸ τερμέρειον = membrum virile, dub. in AP11.30 (Phld.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
s.e. κακόν;
mal de Terméros, càd mal qu'on s'attire soi-même.
Étymologie: Τέρμερος.
Greek (Liddell-Scott)
Τερμέρειον: ἢ Τερμέριον κακόν, τό, παροιμία ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ ἑαυτοῦ, καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς οὕτως διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - Κατὰ Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.
Greek Monotonic
Τερμέρειον: ή Τερμέριον κακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το κακό το οποίο επισύρει κάποιος στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον Τέρμερα ληστή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Τερμέρειον, ορ Τερμέριον, κακόν, οῦ,
Τερμέρειον, or Τερμέριον, κακόν, proverb. of a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Plut.