ἐπεργάζομαι
English (LSJ)
A cultivate besides, encroach upon, τὰ τοῦ γείτονος Pl. Lg.843c.
2 esp. encroach upon sacred ground, Lys.7.24, Aeschin. 3.113; αἴ τις τὰν γᾶν ἐπιεργάζοιτο ἂν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν . . ἀποτεισάτω . . στατῆρας . . καὶ πρασσόντων τὸν ἐπιεργαζόμενον IG22.1126.15 (Delph.).
3 generally, cultivate, Luc.Tim.37.
4 dress the upper surfaces of blocks of masonry, IG12.372.86, SIG970.11 (Eleusis, iii B.C.), etc.
5 discuss, inquire into, Ptol.Tetr.117 (nisi leg. ἐπεξεργάζομαι): c. dat., work up, pursue in detail, Men.Rh.p.442S.
II pf. in pass. sense, to be wrought or be sculptured upon, τῷ χαλκῷ Paus.3.17.3, cf. 8.31.1.
German (Pape)
[Seite 916] (s. ἐργάζομαι), (Land auf fremdem Gebiete, fremdes Eigenthum widerrechtlich) bearbeiten, bestellen, τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους Plat. Legg. VIII, 843 c; vom Bebauen des heiligen Gebietes durch die Amphissäer, Aesch. 3, 113; vgl. Lys. 7, 24. 29, was 25 ἐργάζεσθαι τὰ περὶ τὰς μορίας χωρία ist; ἐπ. ἀλλ' οὐ δημόσια Arist. rhet. 1, 13. Ohne solche Nebenbeziehungen, Luc. Tim. 37 u. a. Sp. – Bei Paus. 3, 17, 3 u. oft, ἐπείργασται τῷ χαλκῷ πολλὰ τῶν ἄθλων, sie sind darauf gearbeitet.
French (Bailly abrégé)
1 travailler par-dessus ou au-delà, càd cultiver le terrain d'autrui, empiéter sur, acc.;
2 cultiver en gén.
Étymologie: ἐπί, ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπἐργάζομαι: обрабатывать землю (Luc. - v. l. ἐργάζομαι), преимущ. чужую, захваченную Lys., Plat., Aeschin., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεργάζομαι: ἐργάζομαι, καλλιεργῶ παρανόμως γῆν μὴ ἀνήκουσαν εἰς ἐμέ, ὃς δ’ ἂν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους, κτλ., Πλάτ. Νόμοι 843C. 2) ἰδίως ἐπὶ ἱεροῦ ἐδάφους, οἷον τὸ Κρισαῖον, Αἰσχίν. 69. 28, πρβλ. Λυσ. 110. 25· ἀποτινέτω δὲ ὅτις κα ληφθῇ ἐπιεργαζόμενος… στατῆρας Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16, ἴδε τὴν λέξιν ἐπεργασία. 3) καθόλου, γεωργῶ, καλλιεργῶ, διάφ. γρ. ἐν Λουκ. Τίμ. (37) ἀντὶ ἐργάζομαι. ΙΙ. πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., ἐπείργασται δὲ τῷ χαλκῷ πολλὰ… τῶν ἄθλων Ἡρακλέους, εἶναι ἐγκεκολαμμένα ἐπὶ τοῦ χαλκοῦ, κτλ., Παυσ. 3. 17, 3, πρβλ. 8. 31, 1.
Greek Monolingual
ἐπεργάζομαι (Α)
1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ' ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.)
2. καλλιεργώ, οργώνω
3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία
4. συζητώ, πραγματεύομαι
5. παθ. είμαι σκαλισμένος («ἐπείργασται... πολλὰ μὲν τῶν ἄθλων Ἡρακλέους», Παυσ.).
Greek Monotonic
ἐπεργάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ., καλλιεργώ παράνομα, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, καταχρώμαι έδαφος αφιερωμένο σε θεό (= ιερό έδαφος), σε Αισχίν.
Middle Liddell
fut. -άσομαι
Dep. to cultivate besides, encroach upon ground consecrated to a god, Aeschin.