κιονηδόν
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
Adv., (κίων)
A like a pillar, γράφειν κ., i.e. in verticallines from top to bottom, Sch.D.T.pp.183,191 H.
German (Pape)
[Seite 1441] nach Säulenart, γράφεται, B. A. p. 787, 24.