ἐγκάρδιος
English (LSJ)
ον, A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv., ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785. 2 in close proximity, of planets, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105. II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heart-wood, core, Thphr. HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3. 2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Horap.1.7 (cód.)]
I 1que está en el corazón ἔρως AP 12.17, ψυχή Horap.l.c., πνεῦμα Ph.2.211, de Hermes PMag.5.400, καὶ οἱ τοῦτο ἐγκάρδιον ἀνάγκη εἶναι y es necesario que eso esté en su ánimo Democr.B 262, ἐγκάρδιον αὐτῷ τὴν μεταβολὴν γενέσθαι tomar a pecho el cambio D.S.1.45.
2 que sale del tronco, medular de una rama de árbol φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου PMag.5.370.
3 astr. que está en el corazón del sol, e.e. en conjunción exacta con el sol, de los planetas, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).105.14.
II subst.
1 τὸ ἐ. interior de algo, núcleo ὁλκὴ σὺν τῷ ἐγκαρδίῳ ὄντι χαλκῷ ID 1442B.58 (II a.C.), ξύλινον ID 1442B.59 (II a.C.).
2 bot. τὸ ἐ. médula de árboles o plantas, Thphr.HP 3.8.5, 5.3.2, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3
•tb. ὁ ἐ. mismo sign., S.E.M.9.119.
3 τὰ ἐ. lo que está en el fondo del corazón e.e. los sentimientos íntimos οὐδέν ἐστι τηλικοῦτον ὡς τὸ ἔχει<ν> ᾧ τἀ[γ] κάρδ[ι] ά τις ἐρεῖ nada hay más grande que tener alguien a quien decir lo que está en el fondo de nuestro corazón Phld.Lib.14, cf. Clem.Al.Paed.1.3.9.
III adv. -ως dentro del corazón γεννᾶσθαι ἐ. PMag.4.1785 (pap.).
German (Pape)
[Seite 704] 1) im Herzen, herzlich; ἔρως Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐγκάρδιος: запавший (глубоко) в сердце, сердечный (ἔρως Anth.): ἐγκάρδιον γενέσθαι τινί Diod. быть близким чьему-л. сердцу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάρδιος: -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον μέρος τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, ἔνθα τρία εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα ἄλλο ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα του ξύλου.
Léxico de magia
-ον 1 que está en el corazón de Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ἐγκάρδιε, κύκλε σελήνης Hermes, señor del universo, que estás en el corazón, círculo de la luna P V 400 P VII 668 P XVIIb 1 2 que sale del tronco, medular de una rama de árbol λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ toma veintiocho hojas de laurel medular P V 370