συγκρατύνω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾰτύνω: (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν κέραμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.