κατευτρεπίζω

From LSJ
Revision as of 12:33, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευτρεπίζω Medium diacritics: κατευτρεπίζω Low diacritics: κατευτρεπίζω Capitals: ΚΑΤΕΥΤΡΕΠΙΖΩ
Transliteration A: kateutrepízō Transliteration B: kateutrepizō Transliteration C: kateftrepizo Beta Code: kateutrepi/zw

English (LSJ)

put in order, Ar.Ec.510, X. Cyr.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 1398] zurecht machen, in Ordnung bringen; Ar. Eccl. 510; Xen. Cyr. 8, 6, 8.

French (Bailly abrégé)

mettre en ordre, arranger.
Étymologie: κατά, εὐτρεπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευτρεπίζω in orde brengen.

Russian (Dvoretsky)

κατευτρεπίζω: приводить в порядок, выправлять (ταῦτα πάντα Xen.): κ. τινά Arph. помогать кому-л. одеться.

Greek Monolingual

κατευτρεπίζω (Α)
(επιτ. τ. του ευτρεπίζω) βάζω κάτι σε τάξη, τακτοποιώ, διευθετώ («ταύτας κατευτρέπιζε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κατευτρεπίζω: μέλ. -ιῶ, αποκαθιστώ την τάξη, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατευτρεπίζω: ἐντελῶς διευθετῶ, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 510, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16.

Middle Liddell

fut. ιῶ
to put in order again, Xen.