λαοφόνος
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
ον,
A slaying the people, δόρυ B.12.120; Διομήδης Theoc.17.53; ξίφος IG14.1294.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue le peuple.
Étymologie: λαός, πεφνεῖν.
German (Pape)
[ᾱ], Volk tötend, Diomedes, Theocr. 17.53.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοφόνος: человекоубийственный (Διομήδης Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφόνος: -ον, φονεύων τὸν λαόν, Θεόκρ. 17. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 6854f.
Greek Monolingual
λαοφόνος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φόνος (< θείνω «φονεύω»), πρβλ. δολο-φόνος, θηρο-φόνος.
Greek Monotonic
λᾱοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει τον λαό, ολέθριος, σε Θεόκρ.