μανδύας
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
casaque de gros drap.
Étymologie: DELG emprunt perse ou liburnien.
Greek Monolingual
ο (AM μανδύας)
1. είδος χειμερινού ενδύματος φτιαγμένου από ένα απλό ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα που έπαιρνε πάνω στο σώμα την ιδιαίτερη φόρμα του και ήταν συνήθως μάλλινο
2. εξωτερικό ένδυμα τών μοναχών το οποίο έφεραν και οι πατριάρχες και οι επίσκοποι ως τακτικό ένδυμα εκτός του ναού και το οποίο αργότερα μεταβλήθηκε σε επισκοπικό άμφιο
νεοελλ.
1. η χλαίνη τών στρατιωτών
2. (γεωφ.) τμήμα της εσωτερικής δομής τών πλανητών και ιδιαίτερα της Γης, το οποίο αποτελεί ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ του φλοιού και του πυρήνα
3. (βιολ.-ζωολ.) α) πλαγιο-ραχιαίο τμήμα του τηλεγκεφάλου τών σπονδυλωτών, εκτός τών θηλαστικών
β) μαλακό επικάλυμμα που σχηματίζεται από το τοίχωμα του σώματος στα μαλάκια και στα βραχιονόποδα
4. φρ. «μανδύας ψυχοπαθών» — ένδυμα που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση τών ψυχοπαθών σε περιπτώσεις μανιακής κρίσης, αλλ. ζουρλομανδύας
νεοελλ.-μσν.
επίσημος και πολυτελής επενδύτης τών ηγεμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μανδύα (ἡ), με αλλαγή γένους].
German (Pape)
ὁ, auch μανδύη und μανδύς, wie χλαμύς, ein dickes wollenes Oberkleid, Mantel, ein persisches Wort, vgl. κάνδυς, Vetera Lexica.