ἡμερία

From LSJ
Revision as of 17:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερία Medium diacritics: ἡμερία Low diacritics: ημερία Capitals: ΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: hēmería Transliteration B: hēmeria Transliteration C: imeria Beta Code: h(meri/a

English (LSJ)

Dor. ἁμ- (sc. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le jour.
Étymologie: fém. de ἡμέριος, s.e. ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερία: ἡ (sc. ὥρα) день (Soph. - v.l. εὐμαρία и ἠρεμία).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Thiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.

Greek Monolingual

ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)
η Ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].

Greek Monotonic

ἡμερία: (ενν. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, σε Σοφ.

Middle Liddell

sc. ὥρα, = ἡμέρα, Soph.