βρότεος

From LSJ
Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

German (Pape)

[Seite 465] dass.; Hom. einmal, Odyss. 19, 545, der Penelope träumt, daß ein Adler φωνῇ βροτέῃ spricht; – εὐνή H. h. Ven. 47; χρώς Hes. O. 414; ἔθνος Pind. N. 3, 71; σώματα, πόλεις, ἀρεταί, Ol. 9, 36 P. 12, 1. 1, 41; Aesch. Eum. 164.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.

English (Autenrieth)

(βροτός): human; φωνή, Od. 19.545†.

English (Slater)

βρότεος mortal, of men Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων: (O. 9.34) βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) καλλίστα βροτεᾶν πολίων (sc. Ἀκράγας) (P. 12.1) μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.74) “βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα” (sc. Θέτις) (I. 8.36) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. βροτεᾶνφρένα κράτιστον φρενῶν fr. 222. 3. [βρότεον ἔθνος (codd.: βροτὸν Er. Schmid) (P. 10.28) ]

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Simon.76.6; plu. gen. βροτεᾶν Pi.P.12.1]
mortal, humano φωνή Od.19.545, εὐνή h.Ven.47, cf. Pi.I.8.35a, χρώς Hes.Op.416, Emp.B 100.17, παλάμαι Simon.l.c., πόλιες Pi.l.c., ἔθνος Pi.N.3.74, σώματα Pi.O.9.34, cf. Arist.Fr.Lyr.1.1, AP 6.124 (Hegesipp.), Orph.A.1076
neutr. plu. subst. la condición humana παρὰ νόμων θεῶν βρότεα μὲν τίων A.Eu.171.

Greek Monotonic

βρότεος: -η, -ον, ποιητ. αντί βρότειος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βρότεος: и 3 Hom., HH, Hes., Pind., Aesch. = βρότειος.