πρατήριον

From LSJ
Revision as of 18:32, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτήριον Medium diacritics: πρατήριον Low diacritics: πρατήριον Capitals: ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pratḗrion Transliteration B: pratērion Transliteration C: pratirion Beta Code: prath/rion

English (LSJ)

Ion. πρητ-, τό, place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).

German (Pape)

[Seite 696] τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l'on vend, marché.
Étymologie: πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτήριον: ион. πρητήριον τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.

Greek Monotonic

πρᾱτήριον: Ιων. πρητ-, τό, μέρος όπου γίνονται πωλήσεις, πωλητήριο, μαγαζί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτήριον: Ἰων. πρητ-, τό, τόπος ἔνθα ἐγίνοντο πράσεις, πωλητήριον, Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. πρατήρ. ― Κατὰ Μοῖριν σ. 314: «πωλητήριον Ἀττικοί· πρατήριον Ἕλληνες».

Middle Liddell


a place for selling, a market, Hdt.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πιπράσκω (=πουλῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.